βεργωτής

βεργωτής
ο (θηλ. βεργώτρα, η) [βεργώνω]
1. αυτός που πλέκει καλάθια με βέργες
2. εκείνος που στηρίζει με βέργες κλώνους που γέρνουν προς τα κάτω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αλισανδράτος, Γιώργος — (Ληξούρι Κεφαλληνίας 1915 –). Φιλόλογος και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1932 37). Σταδιοδρόμησε ως καθηγητής στην ιδιωτική μέση εκπαίδευση, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Ασχολήθηκε με… …   Dictionary of Greek

  • Μενάγιας, Ιωάννης — (Αργοστόλι 1813 – Μπάντεν, Γερμανία 1870). Φιλόσοφος. Σπούδασε νομικά στην Πίζα και φιλοσοφία στη Χαϊδελβέργη, στη Λιψία και στο Βερολίνο. Το 1838 αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας και αισθητικής του πανεπιστημίου της Λιψίας, με τίτλο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”